δέρριν

δέρριν
δέρρις
skin
fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εξαπλώνω — και ξαπλώνω (AM ἐξαπλῶ, όω) [απλώνω] 1. απλώνω, τεντώνω σ όλη την έκταση, ξετυλίγω «οὐρανὸν ὡς δέρριν ἐξήπλωσε», Λουκάς) 2. (ειδ.) τεντώνω τα χέρια («τὰ χέρια της ἐξήπλωσεν στὸν τράχηλον τοῡ νέου») 3. παθ. κατακλίνομαι, ξαπλώνω, πλαγιάζω («εἰς… …   Dictionary of Greek

  • τρίχινος — η, ο / τρίχινος, ίνη, ον, ΝΜΑ κατασκευασμένος από τρίχες (α. «τρίχινα σχοινιά» β. «τριχίνους χιτῶνας», Ξεν.) μσν. αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ τρίχινον ένδυμα υφασμένο από τρίχες αρχ. (για δορά) αυτός που έχει τρίχες («ἐνδύσονται δέρριν τριχίνην», ΠΔ) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”